ιερόσυλος

ιερόσυλος
ιερόσυλος , -η, -ο
1) святотатственный, кощунственный;
2) ο святотатец

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ιερόσυλος" в других словарях:

  • ιερόσυλος — η, ο (Α ἱερόσυλος, ον) το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο ιερόσυλος, η ιερόσυλος και ιερόσυλη αυτός που διαρπάζει ή κλέβει ιερά αντικείμενα από ναό, αγιογδύτης νεοελλ. ανευλαβής, ανόσιος, ανοσιουργός, βέβηλος αρχ. (για πράγματα) αυτός που προέρχεται από… …   Dictionary of Greek

  • ἱερόσυλος — ἱερόσῡλος , ἱερόσυλος temple robber masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιερόσυλος — η, ο αυτός που διαπράττει ιεροσυλία: Οι ιερόσυλοι δε σεβάστηκαν ούτε και τους τάφους των νεκρών μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • священнограбитель — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (ίερόσυλος) похититель церковных, священных вещей,… …   Словарь церковнославянского языка

  • Георгий Пахимер — греч. Γεώργιος Παχυμέρης …   Википедия

  • αγιογδύτης — ο (θηλ. ισσα) 1. αυτός που κλέβει ακόμη και τους αγίους, που απογυμνώνει ακόμη και τους ιερούς τόπους, ιερόσυλος 2. αισχροκερδής, τοκογλύφος, κλέφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + γδύνω] …   Dictionary of Greek

  • αρχαιόσυλος — ο αυτός που κλέβει αρχαιότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + συλος < συλώ ( άω) «λαφυραγωγώ, κλέβω» (πρβλ. ιερόσυλος)] …   Dictionary of Greek

  • ασεβής — ές και άσεβος, η ο (AM ἀσεβής, ές) αυτός που δεν σέβεται τα θεία, ο βέβηλος ή ο ιερόσυλος νεοελλ. 1. αυτός που φέρεται με ασέβεια προς τους άξιους σεβασμού 2. αυτός που εκδηλώνει ασέβεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ασεβής < α στερ. + σεβής < σέβας, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • θεοσύλης — θεοσύλης, ό (Α) ιερόσυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + συλώ «λεηλατώ, αρπάζω»] …   Dictionary of Greek

  • θυάρπαξ — θυάρπαξ, αγος, ὁ, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) ιερόσυλος …   Dictionary of Greek

  • ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»